κάσας

κάσας
κάσᾱς , κάσα
casa
fem acc pl
κάσᾱς , κάσα
casa
fem gen sg (doric aeolic)
κάσᾱς , κάσας
masc acc pl
κάσᾱς , κάσας
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κασᾶς — κάσας masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασάς — και κάσας και χασάς, ο (Α κασᾱς και κασῆς) νεοελλ. υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται κάτω από το σαμάρι ή τη σέλα τών ζώων αρχ. δέρμα που χρησιμεύει ως σάγμα ή υπόσαγμα υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. μάλλον …   Dictionary of Greek

  • Λας Κάσας, Μπαρτολομέο ντε- — (Bartolomé de Las Casas, Σεβίλη; 1474 – Μαδρίτη 1566). Ισπανός ιερέας, γνωστός και με την προσωνυμία Απόστολος των Ινδιάνων. Σπούδασε νομικά στη Σαλαμάνκα και σε ηλικία 28 ετών ακολούθησε τον Χριστόφορο Κολόμβο στο τέταρτο ταξίδι του προς την… …   Dictionary of Greek

  • κασοῦ — κάσας masc gen sg (attic epic doric) κατασεύομαι rush down along pres imperat mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασᾶ — κάσας masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασῆ — κάσας masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασῆς — κάσας masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κασέω — κάσας masc gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσου — κάσας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάσω — κάσας masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”